- υφεσις
- ὕφεσις-εως ἥ [ὑφίημι]1) ослабление, понижение (sc. τόνου Plut.)2) уступчивость, снисхождение
(ἐπὴ τῶν πραγμάτων и πρὸς τοὺς φίλους Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἐπὴ τῶν πραγμάτων и πρὸς τοὺς φίλους Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὕφεσις — letting down fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύφεσις — έσεως, ἡ, ΜΑ βλ. ύφεση … Dictionary of Greek
ὑφέσει — ὕφεσις letting down fem nom/voc/acc dual (attic epic) ὑφέσεϊ , ὕφεσις letting down fem dat sg (epic) ὕφεσις letting down fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφέσεις — ὕφεσις letting down fem nom/voc pl (attic epic) ὕφεσις letting down fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφέσεσι — ὕφεσις letting down fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφέσεσιν — ὕφεσις letting down fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕφεσι — ὕφεσις letting down fem voc sg ὕφος web neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕφεσιν — ὕφεσις letting down fem acc sg ὕφος web neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύφεση — (Μουσ.). Όρος της μουσικής που δείχνει την αλλοίωση του ήχου ενός μουσικού φθογγόσημου κατά ένα ημιτόνιο προς τα κάτω (μπεμόλ). Το σημείο της ύ., όταν τοποθετείται πριν από ένα φθογγόσημο, το βαρύνει κατά ένα ημιτόνιο, στη δε διπλή ύ., δυο… … Dictionary of Greek
ὑφέσεων — ὑφέσεω̆ν , ὕφεσις letting down fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφέσεως — ὑφέσεω̆ς , ὕφεσις letting down fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)